- γυφτιάζω
- γυφτ(ζω αμετ1) походить на цыгана; 2) быть, становиться грязным, нечистоплотным; 3) скряжничать, скупиться; быть, становиться скупым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυφτίζω — και γυφτιάζω 1. μοιάζω με γύφτο, φέρομαι όπως οι γύφτοι 2. είμαι βρόμικος 3. είμαι μικροπρεπής ή τσιγγούνης … Dictionary of Greek